- ἐποφλισκάνω
- ἐποφλισκάνω, noch dazu schulden
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εποφλισκάνω — ἐποφλισκάνω (AM) οφείλω ακόμη περισσότερα, χρωστάω κι άλλα … Dictionary of Greek
προσεποφλισκάνω — Α 1. οφείλω κάτι ακόμη, είμαι ένοχος για κάτι ακόμη 2. φρ. «γέλωτα προσεπωφλίσκανον» γινόμουν ακόμη πιο γελοίος (Δίων. Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐποφλισκάνω «οφείλω, χρωστώ»] … Dictionary of Greek